- αγάντα
- η(λ. ιταλ.)1. πιάσιμο από κάπου για να κρατηθεί κανείς ή να σπρώξει: Κάνε αγάντα (ή απλώς) Αγάντα! (σπρώχνε ή βάστα).2. πάσσαλος ή κρίκος στην παραλία για πρόσδεση πλοίου: Έβλεπες στο μουράγιο πολλές αγάντες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.